- αυτοουσία
- αὐτοουσία, η (AM)η αυθυπαρξίααρχ.τέλειο ον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοουσία — αὐτοουσίᾱ , αὐτοουσία full fem nom/voc/acc dual αὐτοουσίᾱ , αὐτοουσία full fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοουσίᾳ — αὐτοουσίᾱͅ , αὐτοουσία full fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοουσίαν — αὐτοουσίᾱν , αὐτοουσία full fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)